μεσημβρινός

μεσημβρινός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεσημέρι, ο μεσημεριανός: Μεσημβρινός ύπνος.
2. αυτός που είναι στραμμένος προς τη μεσημβρία, προς το νότο: Μεσημβρινό δωμάτιο.
3. αυτός που κατοικεί στο νότο: Μεσημβρινοί λαοί.
————————
ο
(αστρον.), ο μέγιστος από τους κύκλους της ουράνιας σφαίρας που περνά και από το βόρειο και από το νότιο πόλο της Γης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεσημβρινός — belonging to noon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημβρινός — Πρόκειται για τη νοητή γραμμή της γήινης σφαίρας, όλα τα σημεία της οποίας έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος· αυτή η νοητή γραμμή διέρχεται από τους δυο πόλους της Γης. Εξαιτίας της ελλειψοειδούς περιστροφής της Γης, οι γήινοι μ. είναι επίπεδες… …   Dictionary of Greek

  • Μεσημβρινός Αστέρας — Αναφέρεται και με την ονομασία Αστέρας του Νότου. Μεγάλο διαμάντι (128,83 καράτια) που βρέθηκε το 1853 στις αδαμαντοφόρους άμμους του ποταμού Μπαγκαγκέν της Βραζιλίας …   Dictionary of Greek

  • μεσημβρινά — μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc pl μεσημβρινά̱ , μεσημβρινός belonging to noon fem nom/voc/acc dual μεσημβρινά̱ , μεσημβρινός belonging to noon fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημβρινώτερον — μεσημβρινός belonging to noon adverbial comp μεσημβρινός belonging to noon masc acc comp sg μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημβρινωτάτων — μεσημβρινός belonging to noon fem gen superl pl μεσημβρινός belonging to noon masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημβρινωτέρων — μεσημβρινός belonging to noon fem gen comp pl μεσημβρινός belonging to noon masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημβρινῶν — μεσημβρινός belonging to noon fem gen pl μεσημβρινός belonging to noon masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημβρινόν — μεσημβρινός belonging to noon masc acc sg μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημβρινώτατα — μεσημβρινός belonging to noon adverbial superl μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”